- εἰςοράω
- εἰς - οράω, εἰσορόωσι, opt. -ορόῳτε, part. -ορόων and -ῶν, aor. εἰσεῖδον, ἔσιδον, iter. ἐσίδεσκεν, fut. ἐσόψομαι: look upon, behold, act. and mid.; the part. is often added to verbs by way of amplification, σέβας μ' ἔχει εἰσορόωντα, Od. 6.161; so the inf. epexegetically, ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι, Il. 14.345.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.